- γενείων
- γένειονpart covered by the beardneut gen plγενειάωgrow a beardimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)γενειάωgrow a beardimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενειῶν — γενειάω grow a beard pres part act masc voc sg γενειάω grow a beard pres part act neut nom/voc/acc sg γενειάω grow a beard pres part act masc nom sg (attic epic ionic) γενειάω grow a beard pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενείασις — γενείασις, η (Α) [γενειάζω] το φύτρωμα και η ανάπτυξη τών γενειών … Dictionary of Greek
ευανθής — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465 450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ. * * * ές (ΑΜ εὐανθής, ές) 1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος»,… … Dictionary of Greek
ψιλωτικός — ή, ό / ψιλωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψιλῶ] αυτός που συντελεί στην ψίλωση, αποψιλωτικός (α. «ψιλωτικό φάρμακο» β. «ἀλωπεκία τὸ πάθος τὸ ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ γενείων», Μέγα Ετυμολογικόν) μσν. γραμμ. (για τους Ίωνες και τους Αιολείς) αυτός που αγαπά… … Dictionary of Greek